εφολκός

εφολκός
ἐφολκός, -όν (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφολκόν
το δόλωμα, αυτό που δελεάζει, που παρασύρει
αρχ.
|| 1. αυτός που προσελκύει, ο προσελκυστικός, ο επαγωγός
2. βραδυκίνητος, νωθρός, βραδύς
3. φρ. «ἐφολκὸς ἐν λόγῳ» — αργός, διστακτικός στο να δώσει απάντηση.
επίρρ...
ἐφολκῶς (Μ)
δελεαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁλκός (< ἕλκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐφολκός — drawing on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκόν — ἐφολκός drawing on masc/fem acc sg ἐφολκός drawing on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκοτάτην — ἐφολκός drawing on fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκοῖς — ἐφολκός drawing on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκοῦ — ἐφολκός drawing on masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκῶς — ἐφολκός drawing on adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφολκίς — ἐφολκίς, ἡ (Α) [εφολκός] 1. το εφόλκιο 2. ενοχλητική προσθήκη, συμπλήρωμα, άχθος, βάρος 3. πηδάλιο …   Dictionary of Greek

  • εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… …   Dictionary of Greek

  • πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] …   Dictionary of Greek

  • φολκός — ὁ, Α 1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.) 2. πιθ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 τής Ιλιάδας στην περιγραφή τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”